Οι άγιες Μητέρες των 3 Ιεραρχών (εορτή 30 Ιανουαρίου ή 3-9 Φεβρ.)




Κόνιτσα 02/02/2015         (από την Μαρία Π. Σκαβάρα, θεολόγο, δρα φιλολογίας)
Πρότυπα μεγάλα και φωτεινά ευσεβέστατης μητέρας υπήρξαν οι άγιες μητέρες των Τριών Ιεραρχών, τους οποίους εορτάζουμε στις 30 Ιανουαρίου. Με την χριστιανική διαπαιδαγώγηση, την εκούσια θυσία και τις προσευχές τους, οδήγησαν τις οικογένειές τους στο Χριστό, τον Ήλιο της Δικαιοσύνης και της Αλήθειας και χάρισαν στην Ορθοδοξία τους τρεις «Φωστήρες της τρισηλίου θεότητος», που έγιναν Μεγάλοι Ευεργέτες της ανθρωπότητος. Ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έζησαν στον 4ο μ.Χ. αιώνα, αλλά η διδασκαλία τους ήταν οικουμενική και διαχρονική. Αφορούσε μία εποχή κοσμοϊστορικών αλλαγών, γι’ αυτό και ο αιώνας τους ονομάστηκε χρυσός αιώνας της Εκκλησίας. Οι Μεγάλοι αυτοί άγιοι και θεοφώτιστοι Πατέρες διέσωσαν αξίες με πανανθρώπινο περιεχόμενο και χάρισαν στον κόσμο όχι μόνον το «εὖ ζῆν» με τις επιστήμες τους, αλλά το «αἰωνίως εὖ ζῆν», αφού έδωσαν στη ζωή μεταφυσική πνοή και άνοιξαν τον δρόμο προς την αιωνιότητα.
Ωστόσο, το μυστικό του μεγαλείου των Τριών Ιεραρχών βρίσκεται στις τρεις ευσεβείς και άγιες Μητέρες τους, οι οποίες επιμελήθηκαν τη διαπαιδαγώγησή τους. Η Εμμέλεια, η Νόνα και η Ανθούσα! Μητέρες πολύτεκνες και καλλίτεκνες! Ηρωίδες Μητέρες της αγιοπνευματικής ζωής, της προσευχής, της αγάπης και...
της υπομονής. Αυτές τους δίδαξαν την θεοσέβεια, την υψίστη ευγένεια, την ταπεινή διακονία. Έβαλαν στα χέρια των παιδιών τους πρώτα απ’ όλα την Αγία Γραφή και τα ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου»!» Και οι τρεις Μητέρες άσκησαν μεγάλη επιρροή στα παιδιά και στην οικογένειά τους. Βλέποντας τέτοιες ένδοξες γυναίκες θαύμασε και αναφώνησε ο ειδωλολάτρης ρήτορας και φιλόσοφος Λιβάνιος: «Οἷαι παρὰ χριστιανοῖς γυναῖκες εἰσίν (Migne, P.G. 48,601) (=Τι σπάνιες γυναίκες υπάρχουν στους κόλπους των χριστιανών!)
Η συμβολή λοιπόν των Μητέρων των Τριών Ιεραρχών, [Εμμέλειας του Μ. Βασιλείου, Νόνας του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και Ανθούσας Ιωάννη του Χρυσόστομου] στην ανάδειξη αυτών των Μεγάλων Πατέρων και Οικουμενικών Διδασκάλων της Εκκλησίας υπήρξε αποφασιστική. Οι ίδιοι οι τρεις αυτοί Πατέρες στα συγγράμματά τους ομολογούν και διασαλπίζουν στις επόμενες γενεές την υψίστη και μεγάλη δύναμη, την οποία έχει η συνεργός του Θεού που λέγεται Μητέρα. Μέσα στα έργα τους οι τρεις Ιεράρχες ομιλούν με πολλή χάρη –με εγκώμια και ποιήματα– και αναφέρονται με υιική στοργή, δέος και σεβασμό στις μητέρες τους. Μας αφηγούνται την θεοσεβή ζωή τους, το σπουδαίο έργο που επιτέλεσαν, τις θλίψεις και τις χαρές που δοκίμασαν στη ζωή τους. Ο Μέγας Βασίλειος έλεγε για την ανατροφή του: «ἐκ παιδός ἔλαβον ἔννοιαν περὶ Θεοῦ παρὰ τῆς μακαρίας μητρός μου» (Migne, P.G. 32,825) και για την πνευματική του μητέρα, τη γιαγιά Μακρίνα: «ἦταν δασκάλα τῶν δογμάτων τῆς εὐσεβείας και φρουρός τῆς ὀρθόδοξης πίστης.» Ας δούμε αναλυτικά την κάθε μία Μητέρα και τη δράση της.
1. Η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου, η αγία Εμμέλεια, καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από γενιά αρχοντική και ένδοξη. Οι γονείς της κατείχαν πλούτη πολλά και θέσεις υψηλές στον κρατικό μηχανισμό. Είχαν όμως και πολλή πίστη στον Θεό. Ήταν άνθρωποι αρετής. Αυτό είναι σπάνιο για άρχοντες και πλουσίους. Η ίδια η ενάρετη Εμμέλεια είχε σπουδαία κοσμική μόρφωση, αλλά είχε αγαπήσει τους πνευματικούς θησαυρούς, τις αρετές. Ήταν αυτό που σήμαινε το όνομά της Εμμέλεια. Ήταν μέλος, αρμονία, το κάλλος του Θεού. Κατ᾿ εντολή ενός ανάξιου βασιλιά, ο ευσεβής πατέρας της μαρτύρησε, επειδή ακολουθούσε την ορθόδοξη πίστη και η μεγάλη τους περιουσία διαμοιράστηκε σε άλλους πονηρούς άρχοντες. Όταν η Εμμέλεια ήρθε σε ηλικία γάμου, δεν προτίμησε σύζυγο με υψηλή θέση και από τις τάξεις των πλουσίων, αλλά άνθρωπο ευσεβή και σώφρονα. Τέτοιον βρήκε τον Βασίλειο, υιό της ευσεβέστατης Μακρίνας, της οποίας η οικογένεια καταδιώχθηκε στον καιρό του Δεκίου (250 μ.Χ.) και κατέφυγε μαζί με τον άγιο Γρηγόριο, τον θαυματουργό, επίσκοπο Νεοκαισαρείας και με πολλούς άλλους χριστιανούς στα δάση του Πόντου. Η νέα οικογένεια επέλεξε ισόβια να έχει ως οικόσημο την ευσέβεια.
Από τον ευλογημένο αυτό γάμο, γεννήθηκαν δέκα παιδιά (από το 328 έως 348). Πέθανε το ένα, έζησαν τα εννέα, τέσσερα αγόρια και πέντε κορίτσια, μία ευλογημένη πολυτεκνία. Ο πατέρας Βασίλειος είχε αναλάβει την εγκύκλια μόρφωση των παιδιών. Η Εμμέλεια είχε αναλάβει την ανατροφή και την ηθική αγωγή των παιδιών και μετέβαλε το σπίτι της σε Εκκλησία. Δίδασκε στα παιδιά της την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Τα έμαθε να προσεύχονται, να εκκλησιάζονται και τα στήριζε στην αφιέρωσή τους στο Θεό. Και οι δύο γονείς με το ενάρετο παράδειγμά τους, συνέβαλαν στη μόρφωση της ψυχής τους και τα οδήγησαν στο Χριστό. Ωστόσο, μετά τη γέννηση και του τελευταίου παιδιού Πέτρου, ο πατέρας, ο ενάρετος Βασίλειος, πέθανε (το 348 μ.Χ.). Το πρώτο αγόρι, ο Μέγας Βασίλειος ήταν τότε μόλις 15 ετών και την ανατροφή των παιδιών, στη δύσκολη εφηβική ηλικία, ανέλαβε πλέον μόνη της η Εμμέλεια, με πιστό και μόνιμο σύντροφο στη ζωή της τον πόνο. Η ίδια ως νέα ορφάνεψε και από τους δύο γονείς. Ο πατέρας της είχε μαρτυρήσει στους διωγμούς. Ο σύζυγος και προστάτης της οικογενείας πέθανε νέος. Ο μικρός Βασίλειος ήταν μόνιμα φιλάσθενος και καταβεβλημένος. Κι όμως η ίδια πίστευε ότι βρισκόταν κάτω από την προστασία του Κυρίου, γι’ αυτό στάθηκε βράχος ακλόνητος στην πίστη· έγινε άγρυπνος φύλακας, φρουρός και προστάτης των παιδιών της. Πόθος της βαθύς ήταν να τους μεταδώσει τα νάματα της Ορθοδόξου πίστεως και ευσεβείας, να τα σπουδάσει, να τα αποκαταστήσει. Η γενναία μητέρα στήριζε τα παιδιά της και παράλληλα ασκούσε σε μεγάλο βαθμό την ελεημοσύνη. Ήταν φιλάνθρωπος και ελεήμων μητέρα, η οποία δεν φρόντιζε μόνο για τα 9 παιδιά της, αλλά και για τους φτωχούς και θλιβομένους, όχι μόνο υλικά αλλά και πνευματικά. Στην ανατροφή των παιδιών και εγγονών, έπαιξε σπουδαίο ρόλο και η πεθερά της Μακρίνα. Νύφη και πεθερά είχαν μία τέλεια συνεργασία στη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Εξάλλου, η γιαγιά Μακρίνα ήταν πνευματική μητέρα του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Η γιαγιά Μακρίνα είχε πνευματικό τον άγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας και ό,τι άκουγε από εκείνον, τα έγραφε βαθιά στο νου και στην καρδιά της και αυτά έλεγε στα εγγόνια της, για να διαφυλαχθούν από τους πολλούς εχθρούς και κινδύνους. Γι’ αυτό, ο Μέγας Βασίλειος έλεγε γι᾿ αυτήν, ότι ήταν δασκάλα των δογμάτων της ευσεβείας και φρουρός της ορθόδοξης πίστης. Μην ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή μετά τους φοβερούς διωγμούς, που η αίρεση των Αρειανών συντάραξε την Εκκλησία του Χριστού. Έπρεπε λοιπόν να διαφυλαχθεί η Πίστη και οι χριστιανοί βοηθούσαν στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Οι δύο γυναίκες ποθούσαν να προσφέρουν τα αγόρια ως διακόνους στην Εκκλησία και υπηρέτες των Μυστηρίων του Θεού!
Η σεμνή και λογική μητέρα Εμμέλεια, όταν ήλθε ο καιρός, μοίρασε εξ ίσου την περιουσία σε όλα τα παιδιά, χωρίς να αδικήσει κανένα παιδί της, άσχετα αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, έγγαμο ή άγαμο. Κι είναι φανερό ότι με αυτή την κίνηση η ισοτιμία του Ευαγγελίου ήταν σε εφαρμογή. Ο Μέγας Βασίλειος με την προσωπική του περιουσία έχτισε την πολιτεία της αγάπης και της φιλανθρωπίας, την Βασιλειάδα, έξω από την  Καισάρεια. Στην όμορφη αυτή πολιτεία της ελπίδας, μάζευε αρρώστους, αναπήρους, αστέγους, φτωχούς, ξένους, γέροντες και ορφανά. Πολλές φορές τους φρόντιζε και τους περιποιόταν με τα ίδια του τα χέρια. Ο Βασίλειος δεν άργησε να γίνει ιερέας και αργότερα επίσκοπος Καισαρείας, προς μεγάλη χαρά της μητέρας του Εμμέλειας. Αυτός στη συνέχεια, χειροτόνησε επισκόπους και τους δύο αδελφούς του: Γρηγόριο επίσκοπο Νύσσης και Πέτρο επίσκοπο Σεβαστείας. Ο μοναχός Ναυκράτιος ζούσε ασκητικά δίπλα στον Ίρι ποταμό. Παράλληλα, υπηρετούσε προσωπικά κάποιους γέροντες, που ταλαιπωρούσε η φτώχεια και η αρρώστια. Κυνηγούσε στα δάση και στις ερημιές, έπιανε ψάρια και έτσι εξασφάλιζε την τροφή των γερόντων. Όμως το ποτάμι ήταν ορμητικό και ο Ναυκράτιος ενώ ψάρευε, πνίγηκε σε ηλικία 27 ετών. Όταν πήρε το πικρό μήνυμα η αγία Εμμέλεια, αντιμετώπισε με υπομονή τη βαρειά θλίψη της· δεν θρήνησε με γοερά μοιρολόγια. Συνετρίβη από τον πόνο. Έμεινε όμως ήσυχη, καρτερική, οπλίσθηκε με υπομονή και κατέφυγε στη Θεία βοήθεια και παρηγοριά. Και ο Πέτρος στην αρχή έγινε μοναχός και ηγούμενος του Κοινοβίου που ίδρυσε ο Μέγας Βασίλειος. Κάποτε παρουσιάσθηκε έλλειψη σιτηρών και έπεσε πείνα. Κόσμος πολύς έτρεχε κοντά του και μοίρασε σε αυτούς τα υπάρχοντά του. Έτσι έκανε την ερημιά να μοιάζει με πόλη. Αργότερα, έγινε επίσκοπος για τις ανάγκες της Εκκλησίας.
Η μεγαλύτερη κόρη της Εμμέλειας Μακρίνα ήταν πολύτιμη συμπαραστάτης και βοηθός στο σπίτι. Εργατική, ταπεινή και συνετή δεν ήταν μόνο τροφός αλλά και διδάσκαλος για τα μικρότερα αδέλφια της. O άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει ότι η αδελφή του Μακρίνα υπήρξε «διδάσκαλος, παιδαγωγός, μήτηρ, παντός ἀγαθοῦ σύμβουλος» (Migne, P.G.46, 972C-D). Ύστερα από το θάνατο του μνηστήρα της, προτίμησε να μονάσει ισόβια. Και η Μακρίνα μοίρασε την περιουσία της σε κάθε είδος αγαθοεργία. Ποτέ δεν περιφρόνησε κανέναν, που ζητούσε την βοήθειά της. Ο πλούτος της αρχοντοπούλας ήταν ένα απλούστατο φόρεμα, το κάλυμμα της κεφαλής και παλιά, λιωμένα υποδήματα. Επιμελούνταν την ψυχή της και αποταμίευε τον ουράνιο θησαυρό, όπως παραγγέλλει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο. Η Μακρίνα έπεισε τη μητέρα της Εμμέλεια, να δώσει ίσα δικαιώματα στις υπηρέτριες και τις δούλες της και τελικά να τις απελευθερώσει. Οπότε Μητέρα και κόρη, όταν «αποκαταστάθηκαν» όλα τα  άλλα παιδιά, μόνασαν μαζί σε ερημητήριο του Πόντου, στο πατρικό κτήμα των Αννήσων. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο όλοι, εκεί ασκήτευσε και ο Ναυκράτιος και ο Μέγας Βασίλειος μετά το πέρας των σπουδών του, για κάποιο διάστημα.
Όταν ήλθε η ώρα, η αγία Εμμέλεια αναχώρησε από αυτόν τον μάταιο κόσμο. Τελείωσε τη ζωή της (το 370 μ.Χ.) ως μοναχή, με ηγουμένη τη θυγατέρα της οσία Μακρίνα, λίγες μόνο μέρες μετά την χειροτονία του υιού της Μεγάλου Βασιλείου εις επίσκοπον στην Καισάρεια. Λίγο πριν κοιμηθεί, ζήτησε από τα παιδιά της να την θάψουν στον τάφο του συζύγου της, ο οποίος βρίσκονταν στο ναό των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, όπου και τα λείψανα των αγίων, που μαρτύρησαν επί των ημερών της (το 320 μ.Χ.) στη λίμνη της Σεβαστείας. Τεμάχια των Ιερών Λειψάνων διατηρούσε η οικογένειά της ως πολύτιμο θησαυρό και πίστευε ότι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα τους είχε βοηθούς και συμπαραστάτες, εφόσον με το μαρτύριό τους οι Άγιοι αυτοί απέκτησαν παρρησία στον Θεό. Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της αγίας Εμμέλειας στις 30 Μαΐου. Τον επικήδειο λόγο της, δηλαδή εγκώμιο εκφώνησε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μέσα στον οποίο εκθειάζει τις αρετές και τα χαρίσματά της και κυρίως την πολυτεκνία και καλλιτεκνία της. Η οικογένεια της αγίας Εμμέλειας ανέδειξε επτά αγίους: οι δύο γονείς και τα πέντε παιδιά, εκ των οποίων τρεις επίσκοποι, ο Μέγας Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος επίσκοπος Σεβαστείας. Δύο μοναχοί, ο Ναυκράτιος και η Μακρίνα. Τα τέσσερα άλλα κορίτσια παντρεύτηκαν. Πήραν ανθρώπους με φόβο Θεού και δημιούργησαν χριστιανικές και άγιες οικογένειες.                                                            
2. Η μητέρα του αγίου Γρηγορίου Νόννα γεννήθηκε στην Αριανζό της Καππαδοκίας (το 304 μ.Χ.) από εύπορους γονείς, αλλά ευσεβείς και ενάρετους. Και η ίδια είχε πολλά προσόντα και αρετές· ήταν σεμνή, επεδίωκε την ομορφιά της ψυχής με τη μελέτη του Ευαγγελίου και την ακριβή γνώση των δογμάτων της πίστεως, ώστε να αναδειχθεί δάσκαλος της ευσεβείας όλης της οικογένειας. Την ενάρετη κόρη Νόννα ζήτησε σε γάμο ο δίκαιος νομικός άρχων της Ναζιανζού Γρηγόριος. Ο υιός της Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφει για τη μητέρα του Νόννα: «σὲ ζητήματα πίστεως καὶ θεολογίας ἀναδεικνυόταν καθημερινά διδάσκαλος τοῦ συζύγου της». Γι᾿ αυτό την θεωρεί άξια θαυμασμού, αλλά περισσότερο θαύμαζε τον συνετό και τίμιο πατέρα του, ο οποίος υπάκουε θεληματικά σε αυτήν. Η Νόννα ήταν αγνή και ταπεινή, δυνατή στην πίστη, υπόδειγμα αρετής, με διαμαντένιο χαρακτήρα. Με την υπομονή και την προσευχή της, επανέφερε τον σύζυγό της από αιρετικό σε ορθόδοξο (αφού είχε πέσει στην αίρεση των Υψισταρίων, οι οποίοι δέχονταν μόνο τον Ύψιστο Θεό ως πρόσωπο και δεν πίστευαν στην Τριαδικότητά του, ήταν θρησκεία με ιουδαϊκά και εθνικά στοιχεία, όπου η λατρεία του Υψίστου Θεού συνδυαζόταν με τη λατρεία του πυρός). Η Νόννα πέτυχε με την καλωσύνη και την πραότητά της να τον καλλιεργήσει τόσο ώστε (το 325 μ.Χ.), ο σύζυγός της Γρηγόριος να βαπτισθεί, στη συνέχεια να γίνει ιερέας και να αναδειχθεί ένας από τους πιο λαμπρούς επισκόπους της χριστιανικής πίστεως στη Ναζιανζό.                                                                                                                   
Η Νόννα, πέτυχε ακόμη και ένα άλλο πιο θαυμαστό. Ήταν άτεκνη για πολλά χρόνια. Κατέφυγε λοιπόν μαζί με τον σύζυγό της με πίστη στο Θεό και με τις νηστείες, τις προσευχές και τα δάκρυά της, πέτυχε να αποκτήσει τρία παιδιά· τον Γρηγόριο, την Γοργονία και τον Καισάριο, όλοι τους αναδείχθηκαν άγιοι. Ό,τι ζήτησε από το Θεό, το πήρε. Έτσι, αφιέρωσε σε Αυτόν το πρώτο αγόρι, να γίνει διάκονός Του. Τα δύο αγόρια έφυγαν για σπουδές στην  Καισάρεια της Καππαδοκίας και της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μετά στην Κων/πολη και στην Αθήνα. Η φιλόθεη Νόννα όμως θεωρούσε πρώτο και καλύτερο τρόπο διαπαιδαγώγησης και ανατροφής των παιδιών της τα ιερά γράμματα, τον λόγο του Θεού, γραπτό και προφορικό και ύστερα τις κοσμικές επιστήμες. Ήταν μητέρα γλυκιά και στοργική, αφοσιωμένη στα παιδιά της, γυναίκα δραστήρια και ενάρετη, εργατική και οικονόμα, προβλεπτική και ευλαβής νοικοκυρά, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού αγόγγυστα, παρ’ ότι ήταν ευκατάστατη. Αυτήν ακριβώς την αγωγή έδωσε και στην κόρη της Γοργονία, η οποία ήταν ένας άγγελος του ουρανού στη γη και της έδωσαν ως σύζυγο έναν ηθικό κι ενάρετο νέον, τον Αλύπιο. Στα έργα της φιλανθρωπίας, η Νόννα είχε ως βοηθό και συμπαραστάτη τον σύζυγό της. Τα χρήματά τους ήταν κοινά, και η προθυμία κοινή να προσφέρουν στους πάσχοντες ό,τι είχαν ανάγκη. Η Νόννα στήριζε και παρηγορούσε ιδιαίτερα τις πονεμένες και βασανισμένες γυναίκες, καθώς επίσης και τα ορφανά παιδιά. Πόθος βαθύς και προσευχή της Νόννας ήταν να γίνει ιερέας ο υιός της Γρηγόριος. Κι όταν ο πατέρας του επίσκοπος Ναζιανζού τον χειροτόνησε ιερέα και αργότερα αρχιερέα, η μητέρα μετά δακρύων ευχαρίστησε τον Θεό.
Ωστόσο η αρετή της Νόννας δοκιμάστηκε και στο καμίνι του πόνου από το θάνατο των παιδιών της· έχασε τον Καισάριο σε ηλικία 37 ετών (το 368), ο οποίος διακρίθηκε για την αγιότητά του και επιπλέον ως σπουδαίος αυτοκρατορικός ιατρός. Σε λίγο όμως αρρώστησε και η Γοργονία, και πέθανε σε ηλικία 42 ετών (το 369), άξιο αντίγραφο της μητέρας της: απλή και ταπεινή, στολισμένη με σωφροσύνη, γυναίκα του σπιτιού σεμνή, σκληραγωγημένη με αγρυπνίες, αγία κόρη, υπόδειγμα αρετής στα έξι παιδιά, που άφησε (εορτάζεται στις 23 Φεβρουαρίου). Μετά από λίγους μήνες, πεθαίνει και ο σύζυγός της Αλύπιος και τα 6 μικρά ορφανά αναλαμβάνει να τα μεγαλώσει και να τα διδάξει η γιαγιά αγία Νόννα, η οποία αναδείχθηκε αθλήτρια της ευσεβείας, γιατί γνώριζε καλά και πίστευε ότι: «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιδ΄22).
Ο άγιος Γρηγόριος γράφει με θαυμασμό για την μητέρα του: «Ἦταν πόδειγμα ἀρετῆς, στολίδι τῶν γυναικῶν, πολὺ καρτερική καὶ ἀνδρεία γυναίκα. Τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι, ὅτι ποτὲ δὲν λύγισε ἀπὸ τὸν σωματικό καὶ ψυχικό πόνο. Ποτέ δὲν ἄφησε νὰ βγεῖ κραυγὴ γοερὴ ἀπὸ τὸ στόμα της, μόνο εὐχαριστία. Δὲν ἄφησε νὰ κυλήσουν δάκρυα ἀπὸ τὰ βλέφαρά της, ποὺ μυστικά εἶχαν σφραγισθεῖ. Ἤξερε νὰ συγκρατεῖ τὸ πένθος της, μολονότι συχνὰ τὴν ἔβρισκαν πολλές θλίψεις, ἀκόμη καὶ σὲ λαμπρές ἡμέρες. Εἶναι γνώρισμα ψυχῆς θεοφιλοῦς νὰ ὑποτάσσει στὰ θεῖα κάθε τί τὸ ἀνθρώπινο». Ο μόνος που επέζησε και τους παραστάθηκε στις αρρώστιες και τα γηρατειά των γονιών του ήταν ο πρωτότοκος στοργικός υιός Γρηγόριος, τον οποίον οι γονείς εξ αρχής αφιέρωσαν στον Θεό. Έτσι αυτή η αγία μητέρα ήταν, όσο ζούσε, το στήριγμα του Γρηγορίου. Η ευλαβέστατη αγία Νόννα, ενώ προσευχόταν μέσα στο ναό που σύχναζε, εκοιμήθη το 374 μ.Χ. και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραψε γι’ αυτήν: «Ἀστραφτερός, ὁλοφώτεινος ἄγγελος σὲ πῆρε, ἐκεῖ ποὺ προσευχόσουν με καθαρό σώμα και πνεύμα. Ἡ Παναγία Τριάς, ποὺ ποθοῦσες, τὸ ἑνιαῖο φῶς, τὸ κοινό σέβασμα σὲ ἅρπαξε, Νόννα, ἀπὸ τὸν Ναὸ ποὺ προσευχόσουν, καὶ σὲ ἔβαλε στὸν μεγάλο, τὸν ἐπουράνιο Ναό. Πέτυχες τέλος καθαρότερο ἀπὸ τὴν ζωή σου!» Ο άγιος Γρηγόριος συχνά ερωτούσε, όταν αναφέρονταν στη μητέρα του: «Τί μητρὸς συμπαθέστερον;» (Migne, P.G. 35,869) (=Υπάρχει πιο αγαπητό πρόσωπο από την μητέρα;) Και συμβούλευε: «Οὐδὲν μητρὸς εὐσπλαχνικότερον. Καὶ τοῦτο λέγω, ἳνα τιμᾶσθαι νομοθετήσω τὰς μητέρας» (=Δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο, που να διαθέτει περισσότερη αγάπη από τη μητέρα. Και αυτό το λέγω, για να σας παραγγείλω να αγαπάτε τις μητέρες). Η αγία Νόννα παρέδωσε στην Εκκλησία ολόκληρη την οικογένειά της -πέντε αγίους- και εορτάζεται στις 5 Αυγούστου.      
3. Η μητέρα του Ιωάννου Χρυσοστόμου ήταν η Ανθούσα. Γεννήθηκε το 325 μ.Χ. στην Αντιόχεια, τη μεγαλούπολη της Συρίας από πλούσια και ευγενική οικογένεια. Όμως δεν θεώρησε τα υλικά αγαθά και την αριστοκρατική καταγωγή της πηγή χαράς και ευτυχίας, αλλά την χριστιανική ευσέβεια και την εσωτερική ειρήνη. Για τα πολλά χαρίσματα και τις αρετές της, την διάλεξε ως σύζυγο ο Σεκούνδος, ένας νέος χριστιανός, ενεργό μέλος της Εκκλησίας της Αντιόχειας, που καταγόταν και αυτός από πλούσια και επιφανή οικογένεια. Είχε αναδειχθεί μάλιστα ανώτερος αξιωματικός στη Συρία. Δυστυχώς όμως ο γάμος αυτός δεν κράτησε πολύ. Ο άγιος Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ήταν ακόμη νήπιο, όταν πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του έμεινε χήρα, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών. Οι συγγενείς την παρότρυναν να συνάψει νέο γάμο, αλλά η Ανθούσα δεν θέλησε. Η νεαρή, ενάρετη και πλούσια χήρα Ανθούσα υπήρξε παράδειγμα σωφροσύνης, αγνότητας και καθαρής ζωής, γιατί είχε φόβο Θεού. Είχε βαθιά χριστιανική αγωγή και πίστη. Δεν την ενδιέφεραν καθόλου το κοσμικό πνεύμα και οι κοσμικές συγκεντρώσεις. Αγωνιζόταν με υπομονή και δυνατή πίστη προσευχόμενη. Και δεν έμεινε αδρανής η χήρα Ανθούσα σε έργα αγάπης. Παράλληλα ευεργετούσε τους πτωχούς και πάσχοντες. Ήταν θαυμαστή η εγκράτεια και η τιμιότητά της. Η ενδυμασία της, τα λόγια της και όλη η συμπεριφορά της, μιλούσαν για την ξεχωριστή προσωπικότητά της. Όλοι, χριστιανοί και ειδωλολάτρες την θαύμαζαν.
Ουσιαστικά η Ανθούσα έζησε σαν παρθένος την υπόλοιπη ζωή της, και αφοσιώθηκε στη χριστιανική ανατροφή του χαρισματικού παιδιού της. Του δίδαξε πώς να μελετά την Αγία Γραφή από τα παιδικά του χρόνια· τον στήριξε με την προσευχή και τη συμπαράστασή της· καλλιέργησε την ψυχή του με φόβο Θεού. Δεν έθρεψε μόνο το σώμα του παιδιού της, αλλά προπάντων φρόντισε για την αθάνατη ψυχή του. Τον έστειλε για σπουδές στη ρητορική και θεολογική επιστήμη. Ο Ιωάννης  σε ηλικία 18 ετών, αναδείχτηκε ο επιφανέστερος ρήτορας της εποχής του στην Αντιόχεια. Η Ανθούσα χαιρόταν για τις επιτυχίες του υιού της, αλλά οι ανησυχίες της την οδήγησαν σε περισσότερη προσευχή, για να μην πέσει ο Ιωάννης στα δίκτυα του ειδωλολάτρη ρήτορα διδασκάλου. Και σώθηκε ο άριστος μαθητής· κι αυτό οφείλεται πρώτα στο Θεό και ύστερα στην αγαπημένη του μητέρα. Η δίψα της ψυχής του Ιωάννη τον παρακίνησε να φοιτήσει και στη θεολογική σχολή της Αντιοχείας, όπου εισέδυσε βαθύτερα στο πνεύμα της χριστιανικής πίστεως. Η σύνεση και η ευσέβεια της Ανθούσας οδήγησαν τον Ιωάννη στη βάπτισή του, προς μεγάλη χαρά της μητέρας του. Σε αυτή τη φάση της ζωής του, η Ανθούσα πληροφορήθηκε το σκοπό του υιού της να ασπασθεί τον μοναχικό βίο. Με συγκλονιστικά λόγια, όπως περιγράφει ο χαρισματικός υιός, τον παρακάλεσε να μην την αφήσει μόνη, αλλά να περιμένει λίγο, έως ότου απέλθει από τη ζωή και μετά, εκπληρώνει την επιθυμία του. Είναι χαρακτηριστική η παράκλησή της να μην την εγκαταλείψει: «Μίαν αἰτῶ χάριν, μὴ με δευτέρα χηρεία περιβαλεῖν, μηδέ τό κοιμηθέν  δη πένθος ἀνάψαι πάλιν, ἀλλά περίμενον τὴν ἐμήν τελευτήν». Και ο Ιωάννης ανέβαλε την αναχώρησή του για την έρημο και ζούσε ως ασκητής μέσα στο σπίτι του.
Η ευλογημένη μητέρα, όπως προείπε, μετά από δύο χρόνια «ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω», το 368 μ.Χ.,  σε ηλικία 43 ετών. Ο Ιωάννης αμέσως μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς κι αναχώρησε στην έρημο, έως ότου έλαβε την κλήση από το Θεό να γίνει Ποιμήν της Εκκλησίας και μάλιστα ως Αρχιερέας και Αρχιεπίσκοπος της Κων/πόλεως. Ο Χρυσόστομος ομολογεί στα έργα του ότι η μητέρα του τον έσωσε από τα πάθη του, τον διεφύλαξε από το ανήθικο και ειδωλολατρικό περιβάλλον μίας κοσμούπολης, όπως ήταν τότε η Αντιόχεια με τους 600.000 κατοίκους, και τον στήριξε στους πειρασμούς και ηθικούς κινδύνους, για να μη χάσει το δρόμο του Χριστού. Και ο υιός δικαίωσε τη μητέρα, έγινε «τῶν ἀρετῶν θησαύρισμα», όπως τον αποκαλεί η Εκκλησία για την μεγάλη του πνευματική προσφορά. Ο άγιος υιός της Ανθούσας Χρυσόστομος διεκήρυττε συχνά: «Οὐ τὸ τεκεν ποιε μητέρα, ἀλλὰ τὸ θρέψαι καλῶς» (Migne P.G. 50,621). Αυτήν είχε υπ᾿ όψιν του ο δάσκαλος του υιού της Λιβάνιος, όταν έλεγε, κοιτάξτε, τι γυναίκες έχουν οι χριστιανοί! Θαύμαζε το πρόσωπο της μητέρας του Χρυσοστόμου, της νεαρής σεμνής και σωφρονέστατης χήρας, με την εκπληκτική πιστότητα στη μοναδική αγά­πη της ζωής της και την ολοκληρωτική της αφοσίωση στην αγωγή του υιού της. Η μνήμη της αγίας Ανθούσας εορτάζεται την 28ην Ιανουαρίου.
     Οι Μητέρες των Τριών Ιεραρχών όλες μαζί και κάθε μία χωριστά συνθέτουν το ιδανικό πρότυπο της χριστιανής μητέρας, με επίγνωση του ρόλου τους. Υπήρξαν μεγάλες μορφές που γνώριζαν καλά το θέλημα του Θεού, την αποστολή τους και τα καθήκοντά τους, γι’ αυτό προσφέρθηκαν θυσία πάνω στο βωμό της μητρικής στοργής και αγάπης. Και οι τρεις αυτές άγιες μητέρες ήταν «αθλήτριες της ευσεβείας», βάδισαν στα ίχνη της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Μοναδικής Μητέρας όλων μας και πρόσφεραν τα παιδιά τους στο Θεό και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι λοιπόν πρότυπα προς μίμηση.
     Μνημονεύσαμε τις τρεις άγιες Μητέρες και προβάλλαμε τη ζωή τους, σε σχέση με την αγάπη τους στο Χριστό και στο συνάνθρωπο, για τη δική μας προσωπική διδαχή και ωφέλεια. «Τὸ ἃγιο παράδειγμα νὰ τὸ θυμᾶστε... καὶ νὰ μιμεῖστε τὴν πίστη τους» μας τονίζει ο Απόστολος Παύλος (Εβρ. ιγ΄,7). Από αυτό το άγιο παράδειγμα των Τριών Μητέρων συνάγουμε και ανάλογα μηνύματα. Παρόλο που έζησαν σε μια κοινωνία, που παρουσίαζε έντονα σημάδια ηθικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάπτωσης, διέθεταν πίστη ζώσα και συνεχή, πίστη και ήθος εναρμονισμένα με σιωπή, υπομονή, στοργή και αγάπη. Έδειξαν την πίστη τους έμπρακτα. Δεν έμειναν σε λόγια για την ελεημοσύνη, την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως και για την καθημερινή πνευματική πορεία, για την ψυχική καλλιέργεια της οικογενείας. Απέδειξαν ότι δρούσαν ως συνεργοί Θεού για τη σωτηρία των παιδιών και των συζύγων τους. Γι’ αυτό τα σπίτια τους ήταν πνευματικά θερμοκήπια και εργαστήρια αγίων ανθρώπων. Πόθος βαθύς των αγίων Μητέρων ήταν να προσφέρουν τα παιδιά τους στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Θεμέλιο της Παιδείας ήταν η Αγία Γραφή, το αιώνιο βιβλίο του Θεού. Τελικά η αξία της πίστεως και ο αγώνας για την κατάκτηση της αρετής παίζει μεγάλο ρόλο στη συνολική μόρφωση του ανθρώπου. Και πέτυχαν το θαυμαστό αποτέλεσμα του αγιασμού ολόκληρης της οικογένειας. Είναι μεγάλο δώρο Θεού και θαύμα μεγάλο να ανακηρύσσονται άγιοι όλα τα μέλη της οικογένειας και να εφαρμόζουν το «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί» (Πέτρ. Α΄, 16). Κι αυτό οφείλεται στη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, η οποία κυρίως ανατίθεται στα χέρια των μητέρων.
    Οι άγιες Μητέρες λοιπόν υπήρξαν καλοί παιδαγωγοί. Με το ενάρετο παράδειγμά τους, ως πρωτεργάτες της αγωγής, μετέδωσαν τις αρχές της χριστιανικής πίστης στα παιδιά τους, την αγάπη στο Θεό και τον συνάνθρωπο. «Πρώτα να γίνεις φως και μετά να φωτίσεις το παιδί σου», λέει ο άγιος Γρηγόριος ονομάζοντας την σωστή Αγωγή, τέχνη των τεχνών και επιστήμη των επιστημών. Γιατί, είναι αξίωμα της Παιδαγωγικής ότι μεταδίδουμε όχι αυτό που θέλουμε, αλλά αυτό που είμαστε. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η οικογένεια παίζει σημαντικότατο ρόλο και έχει βαθύτατη επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών και πρωτεύοντα ρόλο σε αυτό έχει η μητέρα! Και η οικογένεια που γνωρίζει και τηρεί το θέλημα του Θεού, καταξιώνεται και στους πιο δύσκολους αγώνες της ζωής και τελικά καταρτίζεται και σώζεται.
     Παράλληλα η φιλανθρωπία είναι καθημερινή, προσωπική και θυσιαστική, γίνεται για την αγάπη του Χριστού, βλέποντας τον συνάνθρωπο ισότιμα και εικόνα Χριστού. Το πνεύμα της φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης υπήρχε στις πατρικές οικογένειες και οι άγιες μητέρες το μιμήθηκαν, γιατί γνώριζαν ότι «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παροιμ. ιθ΄17). Το ίδιο παρότρυναν και τα παιδιά τους. Από μικρή ηλικία τα συνήθιζαν να ελεούν τους φτωχούς, ως αδελφούς του Χριστού. Τα υλικά αγαθά είναι του Θεού και πρέπει να μοιράζονται σε όλους τους ανθρώπους κι επομένως δεν επιτρέπεται να θεωρούνται δικαιώματα των ολίγων. Γι’ αυτό, αργότερα τα παιδιά τους -οι 3 ιεράρχες- έγιναν φτωχοί για χάρη των φτωχών και ασχολήθηκαν με έργα ευποιΐας και φιλανθρωπίας. Οι άγιες αυτές οικογένειες δεν αγάπησαν τον πλούτο, αλλά τις αρετές, την πνευματική περιουσία της Εκκλησίας του Χριστού.
     Το παράδειγμα των αγίων αυτών Μητέρων βοηθάει προπάντων όλες τις μητέρες, να αγωνίζονται συνεχώς και αδιαλείπτως με τη Χάρη του Κυρίου, να γίνουν υπομονετικές και δυνατές στις θλίψεις και στις ποικίλες δοκιμασίες τους, πολύτεκνες και καλλίτεκνες, φιλόστοργες και ηρωϊκές, καλές σύζυγοι, υποδειγματικές και διδακτικές με τα λόγια τους και τη ζωή τους. Και διδάσκουν τις μητέρες πώς να ασφαλίζουν, να φρουρούν και να διαφυλάττουν ως ιερή παρακαταθήκη την ψυχή των παιδιών τους, ώστε να σώζονται. Με τις θερμές προσευχές, με τον νόμο του Θεού, με τα Μυστήρια της Εκκλησίας να οδηγούν τα παιδιά στο Χριστό, για να σωθούν από τη δίνη του αμαρτωλού κόσμου.
      Και σήμερα αναζητούμε την αγία μητέρα που αναδεικνύει αγίους, διότι οι άγιοι βοηθούν τον κόσμο και τον οδηγούν στη σωτηρία. Και αποδεικνύεται ότι από αγία ρίζα προέρχονται αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προέρχονται ευλογημένα και άγια τέκνα! «Ἀγαθῆς ρίζης ἀγαθὸν βλάστημα» τονίζει ο Μέγας Βασίλειος.                    Τέτοιες ήταν οι Μητέρες των Τριών Ιεραρχών, με καθαρό πνεύμα και αγία ψυχή! Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας τις εορτάζει και όλες μαζί. Η μνήμη των αγίων Μητέρων των Τριών Ιεραρχών, Εμμέλειας, Νόννας και Ανθούσας ορίσθηκε να τιμάται κάθε έτος την Κυριακή, μετά την εορτή της Υπαπαντής, μεταξύ  3 και 9 Φεβρουαρίου, δηλαδή τη Β΄ Κυριακή Φεβρουαρίου, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, από το 1999.
      Οι άγιες αυτές Μητέρες ας είναι πρότυπα στις σημερινές προβληματιζόμενες και δοκιμαζόμενες μητέρες! Χρόνια πολλά κι ευλογημένα, σε όλες τις μητέρες που αντιστέκονται και προσπαθούν να αναστήσουν τα παιδιά τους με χριστιανικές αρχές και ιδανικά, στη δίνη της υλιστικής εποχής μας!!!
ΠΗΓΕΣ: 1. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Γ΄, Ἒκδοσις Γ΄, Ἀθῆναι 1969, σελ. 193-197, Οἱ γιες Ἐμμέλεια, Νόννα καὶ Ἀνθοῦσα. 2. Μεγάλου Βασιλείου, Migne, P.G. 32, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 3. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ἐπιτάφιος εἰς Μέγαν Βασίλειον, Migne, P.G. 35,36, Λόγος εἰς τὴν μητέρα καὶ Γοργονίαν, Migne, P.G. 35,38,49 καὶ Γρηγορίου Θεολόγου, Ἒργα, τόμος 6ος, Πατερ. Ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 383-425, Ἐπιτάφιος λόγος εἰς Καισάριον» καὶ τόμος 10ος. 4. Γρηγορίου Νύσσης, Migne, P.G. 46, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης. 5. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Migne, P.G. 48,51,54, Λόγος εἰς νεωτέραν χηρεύσασαν, Λόγος περί ἱερωσύνης λόγος Α΄, Περί παίδων ἀνατροφῆς, Περί Ἄννης λόγος 2ος. 6. Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου καὶ Ὁ Πληγωμένος ετός, Ἒκδοση Γ΄, Ἀθήνα 1998, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας. 7. π. Γεωργίου Ζουμῆ, Γενικοῦ ἀρχιερατικοῦ ἐπιτρόπου Μητροπόλεως Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας, Οἱ μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (26-1-2011). 8. Ἀθανασίου Ἰ. Σκαρμόγιαννη, Μητέρες ἡρωϊδες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἔκδ. «ὁ ΣΩΤΗΡ», 2009. 9. http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx, http://www.matia.gr/library/ebook.
******************************
{3-9 ΦΕΒΡ.! ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗ. ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΗΤΕΡΩΝ ΤΩΝ 3 ΙΕΡΑΡΧΩΝ}
Ἀπὸ τὸν Ἑσπερινό ἁγίων Μητέρων Τριῶν Ἱεραρχῶν
[Παροιμιῶν τὸ Ἀνάγνωσμα. (Κεφ, λα', 10 -20, 25)]
«Γυναῖκα ἀνδρείαν τὶς εὑρήσει; τιμιωτέρα δὲ ἐστι λίθων πολυτελῶν ὴ τοιαύτη».
Τί σὲ ὦ Ἐμμέλεια εἴπωμεν; Τὴν φιλότεκνον μητέραν, ἐπὶ τέκνοις θαυμαστοῖς, ἢ φιλόστοργον γυναίκαν, ἐπὶ ἔργοις ἱεροῖς; Τὸν Μέγαν γὰρ Βασίλειον ἐκύησας, σὺν Πέτρῳ καὶ Ναυκράτιον ἐθήλασας, Νύσσης Γρηγόριον πρόεδρον, Μακρίναν τε θεοφώτιστον, ἱκέτευε, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Πῶς σὲ θεία Νόννα καλέσωμεν; Προσευχῆς θερμῆς μητέραν, ὡς Προφήτου Σαμουήλ, ἢ συμβίαν γλυκυτάτην, ὡς μηνύει Γαβριήλ; Τὸν πάνσοφον Γρηγόριον ἐβλάστησας, Καισάριον καὶ Γοργονίαν ἔθρεψας, τῆς εὐσεβείας τοῖς νάμασι, καὶ τοῖς τῆς πίστεως ὕδασιν, ἱκέτευε, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Πῶς σὲ νῦν Ἀνθοῦσα ὑμνήσωμεν; Ὡς Σεκούνδου τὴν συμβίαν, ἄρχοντος χριστιανοῦ, ἢ μητέραν Ἰωάννου, Χρυσοστόμου τοῦ σοφοῦ. Ὡς στήλην σωφροσύνης καὶ σεμνότητος, ὑπόδειγμα μητέρων καθαρότητος, ἀγάπης ἄνθος μυρίπνοον, καὶ στέφος δόξης ἀμάραντον, ἱκέτευε, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον. [Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστήρας.]
Τὰς τρεῖς Ἁγίας Μητέρας τῶν Διδασκάλων  τιμήσωμεν, τὰς τοὺς Ἱεράρχας τεκούσας, καὶ τοῦ Χριστοῦ θεοκήρυκας, τὰς ποτισάσας εὐσεβείας τὸ γάλα, καὶ τὴν πίστιν ἔνδον τῇ ἐκθρεψάσῃ, τούτους ὡς δένδρα θάλλοντας, Ἐμμέλειαν τὴν θείαν, καὶ τὴν Νόνναν τὴν τρισμακάριστον, σὺν τῇ σεμνῇ τῇ Ἀνθούσῃ, τὴν ἐκπλήξασαν Λιβάνιον. Δεῦτε οἱ τῶν ἄθλων αὐτῶν μιμηταί, συνελθόντες ᾄσμασι μέλψωμεν, καὶ γὰρ αὐταὶ Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν καθικετεύουσι.