Πανηγυρικός 25ης Μαρτίου 2015 στην αίθουσα τελετών του Δήμου Κόνιτσας

Από τον Φιλόλογο του ΓΕΛ Κόνιτσας Μέμο Σπυρίδωνα

Με ιδιαίτερη ευλάβεια και υπερηφάνεια γιορτάζουμε σήμερα τη θρησκευτική και εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου.
Άλλη μια φορά η Πατρίδα μας,  πανηγυρίζει δύο Ευαγγελισμούς: τον Ευαγγελισμό της σωτηρίας μας και τον Ευαγγελισμό της εθνικής μας ελευθερίας .
Επιτρέψτε μου πρώτα απ’ όλα να αναφερθώ στο μέγιστο γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, με τον τρόπο που το κατανόησαν και μας το εξέφρασαν οι θεοφόροι πατέρες της εκκλησίας μας και να δανειστώ λίγα, απ’ όσα γενναιόδωρα  οι πατέρες αυτοί μας φανέρωσαν .
Ο Θεός, φιλάνθρωπος και ελεήμων, βλέποντας ότι το πλάσμα του κατατυραννείται από τον “εχθρό” και κατασύρεται στα πάθη, εμπιστεύθηκε το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του κυρίου μας, στον ενδοξότατο αρχάγγελο Γαβριήλ. Ένα μυστήριο άγνωστο, όχι μόνο στον “εχθρό” αλλά και στις ουράνιες δυνάμεις.
Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μας αναφέρει σχετικά πως ο Θεοφόρος Μάξιμος στην 42η ερωταπόκρισή του λέει ότι “γνώριζαν οι Άγγελοι την μέλλουσα ενανθρώπηση του Κυρίου. Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν η ακατάληπτη του Κυρίου σύλληψη και ο τρόπος. Πώς δηλαδή, ενώ υπήρχε όλως εν τω πατρί και όλως υπάρχων εν πάσι και τα πάντα πληρών πώς και όλως ήτο εν τη γαστρί της Παρθένου”.
Άρα είναι τέτοιο μυστήριο η ενανθρώπηση του Κυρίου μας, για το οποίο και οι Άγγελοι οι ίδιοι θαυμάζουν και απορούν. Μυστήριο κεκρυμμένο από αιώνες, θαυμαστό, το οποίο οι προφήτες προεκήρυξαν, οι Απόστολοι εβεβαίωσαν, οι γραφές εμαρτύρησαν και η Εκκλησία του Χριστού το δέχτηκε. 
Σήμερα γιορτάζουμε την αγάπη και ευσπλαχνία του Θεού προς τους ανθρώπους, την παρουσία του Χριστού, την ύψωση της φύσης μας, την ταπείνωση της δαιμονικής υπερηφάνειας. Όπως μας λέει ο Προφήτης Δαβίδ “συνενώθηκε το έλεος και η αλήθεια, γι’ αυτό αποκαλύφθηκε η δικαιοσύνη και η ειρήνη”.
Η Μητέρα μας Παναγία ευαγγελίζεται και γνώριζε βέβαια την προαίρεση της Θεοτόκου, αλλά το έκανε για να καταλάβουμε εμείς ότι η προαίρεση του ανθρώπου κατορθώνει το καλό και κανείς δεν ευεργετείται παρά τη θέλησή του. Γιατί όλο το μεγαλείο της πίστης μας βρίσκεται στο σεβασμό της ελευθερίας μας και η ελευθερία σαρκώνεται στη συγκατάθεση της Παναγίας με τα λόγια «Iδού η δούλη Kυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». 
Γι’ αυτό και ο Χριστός ορίζει στο Θείο Ευαγγέλιο “ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν...”. Εναπόκειται λοιπόν στην προαίρεση του κάθε χριστιανού να ενωθεί με τον Θεό μέσα από τα μυστήρια της εκκλησίας (όπως η Μετάνοια, η Εξομολόγηση, η Θεία Κοινωνία), έτσι ώστε να απολαμβάνει την Θεία μέθεξη και σ’ αυτήν την ζωή και σε πιο πλήρη βαθμό στην αιωνιότητα γλιτώνοντας από την αιώνια φθορά. 
Ο Μέγας Βασιλεύς της Ειρήνης, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ευδόκησε να έρθει στον πόλεμο κατά του δαίμονα, για να ...
ελευθερώσει τον αγαπημένο του δούλο, τον Αδάμ. Ήλθε, όχι όπως είναι στους ουρανούς δεδοξασμένος και υμνούμενος από τους Αγγέλους, αλλά ταπεινός και πένης, υπομονετικός, πράος, ήμερος, υπήκοος μέχρι θανάτου, “θανάτου δε σταυρού”, όπως λέει ο Μέγας Παύλος, ο Απόστολος.
Τέτοιο μυστήριο μέλλοντας να ενεργήσει ο Χριστός, ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ζήτησε και βρήκε καθαρό δοχείο και άξιο για τη θεία του σάρκωση, την Παναγία Μαρία. Άξια λόγω της καθαρότητάς της, ευχής τέκνον, ανατεθραμμένη στα Άγια των Άγίων. Όσα είπαν οι Προφήτες γι’ αυτήν αρμόζουν: Παρθένος, όπως προφήτευσε ο Ησαΐας, κλίμαξ νοητή, όπως την είδε ο Ιακώβ, ράβδος του Ααρών, στάμνος, πλαξ, θυμιατήριον, λυχνία, κιβωτός, τράπεζα, θρόνος και όσα προείδε ο Προφήτης Μωυσής. Όσα είπαν οι Προφήτες της ταιριάζουν και ακόμη περισσότερα.
Αυτήν προεκήρυξαν οι Προφήτες, επεθύμησαν να δουν οι Προπάτορες. Αυτήν θαυμάζουν οι Άγγελοι, πανηγυρίζουν οι άνθρωποι, γιορτάζουν οι ψυχές των δικαίων. Αυτήν επεθύμησε να δει ο Αβραάμ και δεν καταξιώθηκε. Κι όμως, αξιωνόμαστε εμείς, ο κάθε άνθρωπος, να έχουμε τη δυνατότητα να καταφεύγουμε σε Αυτήν κάθε φορά που νιώθουμε μεγάλη ανάγκη και δε γνωρίζουμε πού αλλού να προστρέξουμε. Γιατί αυτή είναι η Μητέρα μας, η αιτία και η Αρχή της σωτηρίας των ανθρώπων, το στήριγμα κάθε πονεμένου, το ψυχικό “αποκούμπι” όσων κουβαλούν το δικό τους πόνο, η παρηγοριά όσων νιώθουν φόβο και σύγχυση. Είναι το λιμάνι για όσους χτυπιούνται από την τρικυμία. Αυτό είναι το μεγάλο θαύμα της εορτής του Ευαγγελισμού: η ψυχική λύτρωση από τα δεσμά της απόγνωσης και της απώλειας.
Όλα τα τάγματα των απ’ αιώνος Αγίων, Προφητών, Αποστόλων, Πατριαρχών, Μαρτύρων, Οσίων, έλαβαν χάριτες και δόξες από τον επουράνιο Θεό. Ποτέ όμως δεν έφτασαν να λάβουν εκείνες τις χάριτες, τις οποίες έλαβε η Θεοτόκος από τον Υιό της και Θεό. Σ’ αυτήν βρίσκεται η επισκίαση του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό λέγεται πλήρης χαρίτων. Είναι η Βασίλισσα της κτίσεως και μητέρα του Μονογενούς Υιού του Θεού. 
Ο λαός μας επέλεξε να ζεύξει την εορτή του Ευαγγελισμού με την επέτειο της εθνικής του παλιγγενεσίας, ταυτίζοντας στη συλλογική συνείδηση την απαρχή της σωτηρίας και ανάστασης του γένους των ανθρώπων με την απαρχή της σωτηρίας και ανάστασης του γένους των Ελλήνων. Την ταύτιση αυτή μας την ομολογούν οι ίδιοι οι αγωνιστές του ‘21. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην ομιλία του στην Πνύκα φανερώνει ότι: «όταν πήραμε τα όπλα είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδος» και αλλού αναφέρει «Η Παναγία υπέγραψε την Ελευθερία της Ελλάδος και δεν ανακαλεί την υπογραφή της», για να καταλάβουμε ποιος, θεωρούσαν οι ήρωες του ξεσηκωμού, ότι  προστάτευε τη θυσία τους. Να κατανοήσουμε πώς και γιατί στις 25 Μαρτίου 1821 ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός, μαζί με τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, μαζεύτηκαν στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας και ορκίστηκαν όλοι μαζί “ελευθερία ή θάνατος”.
Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν η αρχή αλλά το τέλος ενός μεγάλου αγώνα. Ήταν η τελευταία φάση του αγώνα που άρχισε με τα όπλα του πνεύματος την επομένη της άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Στα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, που ακολούθησαν, οι Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά ότι είναι οι συνεχιστές όχι µόνο του Βυζαντίου, αλλά και της αρχαίας Ελλάδας έχοντας συνείδηση της ιστορικής τους συνέχειας. 
Ο λαός µας κατόρθωσε να µην αφοµοιωθεί, αλλά να διατηρήσει την εθνική του ταυτότητα κρατώντας ζωντανή τη γλώσσα και τη θρησκεία του, δύο από τα πιο βασικά στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας, όταν έχουν χαθεί , μέσα στη σκλαβιά, όλα τα υπόλοιπα που τη συναποτελούν: γεωγραφικά όρια, ήθη, έθιμα, ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα, περιουσία. 
Οι παράγοντες που βοήθησαν ώστε ο λαός της Ελλάδας παρά την ακατάσχετη αιμορραγία και τις αντίξοες περιστάσεις όχι μόνο να κρατηθεί στη ζωή, αλλά όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να κηρύξει με τη σπάθα και το καρυοφύλλι μπροστά στο θεό και τους ανθρώπους την πολιτική του ύπαρξη και ανεξαρτησία, ήταν πολλοί: η Εκκλησία, που υπήρξε «η κιβωτός του Έθνους», όντας παρούσα σε όλες τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές κοινότητες, ο ρασοφόρος δάσκαλος, ο  Άγιος Κοσµάς ο Αιτωλός, αλλά και οι ∆άσκαλοι του Γένους, οι οποίοι µε τα κείµενά τους βοήθησαν στην πνευµατική αφύπνιση των Ελλήνων: Ο Ρήγας Φεραίος, ο Αδαµάντιος Κοραής, ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Άνθιµος Γαζής και άλλοι Έλληνες διαφωτιστές μέχρι τον απλό Παπά του χωριού και τον Καλόγερο, που δίδαξαν τα Ελληνικά γράμματα στο Κρυφό Σχολειό, τόνωσαν το εθνικό φρόνημα και βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να ριζώσει και να βλαστήσει ο σπόρος της λευτεριάς.
Έτσι έφτασε η ώρα του αγώνα, ο οποίος, χωρίς αµφιβολία, έχει την ουσία και τις διαστάσεις ενός θαύµατος. «Γιατί στο θαύµα κι όχι στη λογική, χρωστάει την ανάστασή του το Γένος», έγραψε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Η λογική έλεγε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εξέγερσης απέναντι στην Οθωµανική αυτοκρατορία ήταν, εκ των προτέρων, καταδικασµένη σε αποτυχία, όπως είχε γίνει και στο παρελθόν µε τα διάφορα προεπαναστατικά κινήµατα. Τα λόγια του Κολοκοτρώνη, στα απομνημονεύματά του, είναι χαρακτηριστικά: "Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμεν την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την ιδικήν μας και την τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού τελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα….”. 
Από την Ήπειρο ως το Μοριά και από τη Ρούµελη ως τη Μακεδονία και τα νησιά, ξέσπασε η φλόγα της επανάστασης. Ήταν το ξέσπασµα ενός βασανισµένου και ταπεινωµένου λαού. Ονόµατα όπως: Κολοκοτρώνης, ∆ιάκος, Παπαφλέσσας, Καραϊσκάκης, Υψηλάντης, Μπουµπουλίνα, Κανάρης, οι Μακεδόνες Καρατάσος, Κασοµούλης, Παππάς, έχουν µείνει στην Ιστορία ως παραδείγµατα ηρωισµού και αυτοθυσίας. Όλοι γνωρίζουμε τον Αναγνωσταρά, τον Νικηταρά, τη “Φιλική Εταιρία”, μα ποτέ δε θα μάθουμε πώς λεγόταν όλοι οι “φτωχοί προφήτες “ του ξεσηκωμού, οι δάσκαλοι, οι μανάδες, οι αγράμματοι κληρικοί και οι τυραγνισμένοι κλέφτες του βουνού και του κάμπου, που θέρμαναν στον κόρφο τους το πνεύμα της λευτεριάς.
Η ασύγκριτη θυσία των νεαρών Ιερολοχιτών δίνει φτερά στους Έλληνες. Αντηχεί από άρματα και τραγούδια η ένδοξη γη του Σουλίου. Σείεται το Κούγκι και το Ζάλογγο. Μάχονται οι σταυραετοί του Μοριά να συντρίψουν τη στρατιά του Δράμαλη. Ολοκαύτωμα στη Χίο, στα Ψαρά και στην Κάσο, αιματοκύλισμα στην Κρήτη, ερήμωση στην Πελοπόννησο. Μα και οι “σκελετωμένοι τιτάνες” της επανάστασης, οι “ελεύθεροι πολιορκημένοι”, κάνουν το Μεσολόγγι προσκύνημα αιώνιο, σύμβολο ηρωισμού που μας καταπλήσσει. 
Έγιναν πολλές επαναστάσεις, άλλες για συμφέροντα υλικά, άλλες για εκδίκηση. Η ελληνική επανάσταση έγινε για την πίστη του Χριστού και τη λευτεριά της πατρίδας. Γι’ αυτό, εκτός από ήρωες, ανέδειξε και μάρτυρες της πίστης.
Η επανάσταση στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στα νησιά του Αιγαίου πνίγηκε στο αίµα. Μόνο στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, ο αγώνας πέτυχε και ευδοκίµησε. Παρά το αίµα που χύθηκε,  το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος περιορίστηκε στα στενά όρια της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και των Κυκλάδων. Καταλυτικός παράγοντας για τη µη πραγµατοποίηση όλων των εθνικών στόχων ήταν οι εµφύλιες διαµάχες. 
Γιατί εκτός από τη φωτεινή πλευρά της Επανάστασης, θα πρέπει να αναφέρουµε και τη σκιώδη πλευρά της, που δεν ήταν άλλη από τη δολερή διχόνοια, ανάµεσα στους πολιτικούς και στρατιωτικούς, η οποία δίχασε τον τόπο. 
Γι’ αυτές τις μετέπειτα διαμάχες, αλλά και την ομοψυχία της μάχης, μας αναφέρει ο Κολοκοτρώνης:  «Είχαμε μεγάλη ομόνοια και ετρέχαμεν σύμφωνοι. Ο ένας πήγαινεν εις τον πόλεμον, ο αδερφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον. Και αν αυτή η ομόνοια βαστούσε ακόμη δύο χρόνους θέλαμεν κυριεύσει και την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν και ίσως εφθάναμεν και έως εις την Κωνσταντινούπολη». Για κάποιο διάστημα το 1823 η Ελλάδα είχε δυο κυβερνήσεις έτοιμες για αλληλοσπαραγμό. Παρόμοια διαμάχη το 1824 οδήγησε στη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, τον οποίο αναγκάστηκαν να αποφυλακίσουν το 1825 για να αντιμετωπίσει την απειλή του Ιμπραήμ. 
Η Επανάσταση του 1821, δεν ήταν ταξική, όπως η Γαλλική, αλλά ήταν ένας καθολικός αγώνας. Την ομοθυμία αυτή με τον πιο απλό, όσο και παραστατικό τρόπο, παρουσίασε ο Κολοκοτρώνης προς τους μαθητές στον περίφημο λόγο του στην Πνύκα στις 7 Οκτωβρίου 1838: «Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση, λέει ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: που πάτε εδώ να πολεμήσετε με τα σιταροκάραβα βατσέλια. Αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση». Γι’ αυτό και ο αγώνας των ηρώων στέφθηκε τελικά από επιτυχία, παρόλη την εχθρική στάση και την αντίθεση της Ιερής Συμμαχίας και των δυνάμεων της Ευρώπης.
Αναφέρει σχετικά ο Μακρυγιάννης:  “Μια χούφτα απογόνοι εκεινών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ᾿ άλλα τ᾿ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ᾿χε εις το πρόσωπόν του κ᾿ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίτου (παραπάνω) από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ᾿ εσένα τον χριστιανόν με τις αντενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ᾿ εφόδιασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ᾿φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες που θα πηγαίναμεν μ᾿ εκείνη την ορμή”. 
Οι αγωνιστές της ελευθερίας μας παρέδωσαν ένα “συμβόλαιο” γραμμένο με το αίμα τους. Το συμβόλαιο αυτό λέει πως η ελευθερία δεν είναι κατάσταση παθητική. Είναι πράξη ζωής, διαρκής αγώνας. Δεν είναι προσκέφαλο για ξεκούραση. Την ελευθερία την κερδίζει εκείνος που είναι έτοιμος κάθε στιγμή να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του και να τη θυσιάσει για να διαφυλάξει όσα πιστεύει.
Όμως, αυτή τη στιγμή, οι καιροί δεν απαιτούν από μας τέτοια θυσία, αλλά κάτι πολύ πιο απλό: να προβληματιστούμε, να αναρωτηθούμε για λίγο ποια στάση ζωής και ποια ιδανικά εκφράζουν το σύγχρονο Έλληνα. Ποιος αγώνας ζωής μας εμπνέει, ποιους στόχους θέτουμε στην καθημερινότητά μας, ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες επιδιώξεις μας. Ποια παιδεία οραματιζόμαστε για τα νιάτα μας.
Αν τα “όπλα” που μας έδωσαν οι πρόγονοί μας, της συλλογικότητας, της προσφοράς, της θυσίας, της εντιμότητας, της πίστης, της γλώσσας, που έφτασαν τον ελληνικό λαό άφθαρτο στο παρόν, μας συγκινούν ακόμη, ή αν τα θεωρούμε ξεπερασμένα, όπως τα καρυοφύλλια των αγωνιστών που σκουριάζουν στα μουσεία.
Η σημερινή “επανάσταση” είναι εσωτερική, πνευματική, ενάντια στον κακό εαυτό μας πρώτα απ’ όλα. Ο Κολοκοτρώνης είπε: «Σε μας μένει να ισιάξουμε και να στολίσουμε τον τόπο με θεμέλια της πολιτείας την ομόνοιαν, τη θρησκεία και την φρόνιμον ελευθερίαν».
Σ΄ αυτήν τη δύσκολη στιγµή που περνά η πατρίδα µας, καθώς η ιστορία γράφεται πλέον με πολύ γρήγορους ρυθμούς και οι εξελίξεις μας προσπερνούν, θα πρέπει να σταματήσουμε για λίγο, να ανατρέξουµε και να αναβαπτιστούµε στις αξίες και στα ιδανικά του ΄21, στο «εµείς» του Μακρυγιάννη, στον πατριωτισµό και τη θυσία των ηρώων, να κρατήσουµε αυτά που µας ενώνουν και να αναλογιστούµε «τι χάσαµε, τι έχουµε και τι µας ̟πρέπει». 
Κι αν δυσκολευόμαστε να το καταφέρουμε, ας γονατίσουμε μπροστά στη μητέρα μας Παναγία. Αυτή μπορεί να μας βοηθήσει!

Ζήτω η 25η Μαρτίου!

(Η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε  επίσημα ως Εθνική εορτή, με Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα  το 1838.)