Σ’ ένα προσφυγικό τραγούδι λέγεται ότι έχασαν το  ωραίο τους χωριό, γιατί δεν τηρούσαν Κυριακές και γιορτές:
Αυτό μας έμελλε να πάθουμε,
Διότι δεν τηρούσαμε Κυριακές και γιορτές.
Αδιάβαστοι μείνανε των γονέων οι τάφοι.
Αχ ,Θεέ μας, εσύ λυπήσου μας.
Η αργία άρχιζε από τον Εσπερινό του Σαββάτου ή της παραμονής της εορτής. Μόλις χτυπούσε η καμπάνα οι γυναίκες έκαναν τον σταυρό τους και...
σταματούσαν το πλέξιμο ή τον αργαλειό. Ούτε και την σειρά δεν τελείωναν. Επίσης οι γεωργοί που ώργωναν, μόλις άκουγαν την καμπάνα του Εσπερινού , ξέζευαν τα βόδια και επέστρεφαν στο χωριό. Εθεωρείτο ντροπή και σκάνδαλο η παράβαση της αργίας και αποδοκιμαζόταν από όλους.
Προτιμούσαν να πάθουν καμιά ζημιά υλική στην σοδειά τους, παρά να καταπατήσουν την αργία και να αμαρτήσουν στον Θεό, παραβαίνοντας την εντολή Του. Η τήρηση της αργίας ήταν από τα πιο βασικά καθήκοντά τους, μαζί με τη νηστεία, την προσευχή, την ελεημοσύνη, τον εκκλησιασμό, φυσικά την εξομολόγηση αλλά και την  Θεία Κοινωνία.
Τα Μετέωρα επί Τουρκοκρατίας είχαν ένα μετόχι. Μία Κυριακή πρωί πήγαν οι εργάτες και έσπειραν σιτάρι. Όταν το έμαθε ο Ηγούμενος , αγανάκτησε και είπε ότι αυτό είναι αφωρισμένο διότι το έσπειραν την Κυριακή , και μάλιστα την ώρα που γινόταν η Θεία Λειτουργία. Όταν ήρθε ο καιρός του θερισμού πήγε ο Ηγούμενος και έβαλε φωτιά στο σιτάρι. Κάηκε όλο το κομμάτι που ήταν σπαρμένο την Κυριακή και το υπόλοιπο δεν το  πείραξε καθόλου η φωτιά, αλλά έσβησε μόνη της.