Ένας δαίμων ρωτάει εάν τον δέχεται πίσω ο Θεός! (Διήγηση από το Γεροντικό)


~Κάποιος Γέρων ἀσκητὴς μέγας καὶ διορατικός εἶχε φθάσει εἰς μέτρα ἀσκἡσεως ὑπερἀνω τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἐπἡρεια εὐθαρσῶς κατεφρόνει. 

Εἶχαν ἀνοίξει μὲ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τῆς ψυχῆς του τὰ μάτια καὶ ἔβλεπε ὁφθαλμοφανῶς Ἀγγέλους καὶ δαίμονας, πῶς ὁ καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του παράταξιν ἀγωνιζόμενος ἐπηρεἀζει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον. Τόσον μέγας ἦταν ὁ Γέρων αὐτός εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ περιπαίζῃ ἐμφανῶς τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε πολλές φορές τοὺς ἐμέμφετο καὶ τοὺς ἔθλιβε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς και τὴν ἔκπτωσίν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν και τοῦ αἰωνίου πυρός τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ὡς ὑποδίκους τούς ἀναμἑνει.

Οἱ δαίμονες, ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, κοινολογὡντας τὴν προκοπὴν καὶ τὰκατορθώματα τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Γέροντος, κατέλιξαν εἰς τὴν γνώμην νὰ μὴν τὸν πλησιάσῃ κανείς πλέον ἀπὸ μέρους των εἰς τὸ ἑξῆς μήτε νὰ τολμήσῃ νὰ παλαίσῃ μαζὶ του μήπως καὶ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτόν, διότι μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφθασε εἰς μέτρα τελειώσεως ὑπερβαίνοντα τὴν κοινὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.

Ἐδῶ περίπου εὑρίσκοντο πνευματικῶς, ἐν σχέσει μὲ τὸν μέγαν Γέροντα τὰ πράγματα, ὅταν μίαν ἡμέραν ἕνας τῶν δαιμόνων λέγει εἰς ἕνα ἄλλον συνταλαίπωρον ὅμοιον του, Ζερέφερ τὸ ὄνομα -ἐὰν ἔχουν οἱ ἀκατονόμαστοι ὄνομα.

-Ζερἑφερ· τοῦ λέγει, ἔχω ἔνα λογισμόν· Ἆραγε, ἐὰν κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς δαίμονας ἤθελε μεταμεληθῇ – ἀλλάξῃ γνώμην, τὸν δέχεται ἆραγε εἰς μετάνοιαν ὁ Θεός;

Τὶ λέγεις; ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ ποιός ἐνδεχομένως θα ἠμποροῦσε νὰ τὸ γνωρίζῃ αὐτό;

Περίεργον ἀπίθανον τὸ ἐρώτημα.

Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ζερέφερ·

-Θέλεις, τοῦ λέγει· να ὑπάγω εἰς τὸν μέγαν Γέροντα ποὺ μᾶς περιφρονεῖ καὶ μᾶς περιπαίει νὰ τὸν πειράξω μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτό, νὰ λάβωμε ἀπάντησι;

Τοῦ λέγει ὁ πρῶτος·

-Πήγαινε, ἀλλὰ πρόσεχε καλά, διότι ὁ Γέροντας εἶναι ἀνεβασμένος πνευματικά, εἶναι διορατικός καὶ θὰ γνωρίσῃ τὸν δόλον· καὶ δὲν θὰ πεισθῇ νὰ ἐρωτήσῃ περὶ τοῦ ζητήματος αὑτοῦ τὸν Θεόν. Ὅμως πήγαινε· καὶ ἢ ἐπιτυγχάνεις τόν σκοπόν σου, ἢ δοκιμὰζεις καὶ φεύγεις.

Ἐπῆγε λοιπὸν πρός τὸν μέγαν Γέροντα ὁ Ζερέφερ, σχηματίζοντας τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνοῦντα καὶ ὀδυρόμενον τὴν ἀπὡλειάν του. Ὁ δὲ Θεός, θέλων να δείξῃ ὅτι οὑδένα μετανοημένον ἀποστρέφεται, ἀλλὰ δέχεται τούς πάντας, ἐὰν εἰλικρινῶς εἰς Αὐτὸν ἐπιστρέφουν, δὲν ἐφανέρωσε εἰς τὸν Γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περἱπτωσιν αὐτὴν τῆς πανουργίας τοῦ δαίμονος, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπον ὁ Γέρων ἔβλεπε τὸν πονηρὸν καὶ τίποτε περισσότερον.

Θρηνεῖ λοιπὸν γοερῶς ὁ ἀπατεὡν.

Καὶ τὸν ἐρωτᾶ ὁ Γέρων·

-Τὶ ἔχεις, ᾶνθρωπε, καὶ κλαίεις καὶ ὀλοφὑρεσαι τόσον ἀπὸ καρδίας, συντρίβων μὲ τὸν ὀδυρμόν σου καὶ τὴν ἰδικήν μου καρδίαν;

Ἀποκρίνεται ὁ δαίμων·

-Ἐγώ, Πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω ἐκ τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν ἀνομιῶν μου.

Τοῦ λέγει ὁ Γέρων·

-Καὶ τὶ θέλεις ἀπὸ ἐμὲ νὰ σοῦ κάμω;

Διότι ἐνόμισεν ὁ Πατήρ ὅτι ἀπὸ πολλῆς ταπεινώσεως ἀπεκάλει ὁ ὁδυρόμενος τὸν ἑαυτόν του δαίμονα· ὁ δὲ Θεός, πρός τὸ παρόν, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ γινόμενον.

Λέγει ὁ δαίμων·

-Τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ δεηθῇς ἀπὸ καρδίας πρός Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ σοῦ φανερὡσῃ, ἐἀν δέχεται τόν διάβολον εἰς μετἀνοιαν· διότι, ἐὰν ἐκεῖνον εἰς μετάνοιαν δεχθῇ, δέχεται καὶ ἐμένα, ὁ ὁποῖος εἰς τίποτε δὲν διαφέρω ἀπὸ ἐκεῖνον.

-Καλά, τοῦ λέγει ὁ Γέρων, ὅπως θέλεις θὰ κάμω· Τώρα πήγαινε στὸ καλό σου, καὶ αὔριον ἔλα πάλι ἐδῶ να σοῦ ἀναγγείλω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἔφυγε ὁ δαίμων. Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἀπλὡνει καρδίαν καὶ χεῖρας εἰς ἱκεσίαν ὁ ὅσιος Γέρων, παρακαλῶν τὸν Πανὰγαθον νὰ τοῦ φανερώσῃ, ἐὰν ἆραγε δέχεται τὸν διάβολον ἐπιστρέφοντα εἰς μετάνοιαν.

Ἀμέσως τότε τοῦ ἐμφανίζεται Ἄγγελος παρὰ Κυρίου ἐξαστράπτων καὶ λέγων·

-Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου!

-Διατὶ παρεκάλεσες ὑπέρ δαίμονος τὴν ἐξουσίαν μου;
Καὶ τὶ ἦλθε αὐτός ζητῶν, ἐκπειράζων σε μὲ δόλον;

Ὁ Γέρων ἔμεινε ἐκστατικός πρός τὸν Ἄγγελον.

-Καὶ πῶς, λέγει, ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ἐνεργούμενον, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀπέκρυψε νὰ μὴν τὸ ἐννοήσω;

Καθησυχάζων αὐτὸν ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει·

-Μή ταραχθῇς δι’ αὐτὸ ὅπου ἔγινε. Διότι κάποιαν θαυμαστἡν οἱκονομίαν μετέρχεται ὁ Θεός εἰς ὡφέλειαν τῶν ἀμαρτωλῶν, ὥστε να μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανένα ἐκ τῶν προσερχομένων εἰς αὐτὸν ἐν μετανοία δὲν αποστρέφεται ὁπανυπεράγαθος Κύριος· κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ Διάβολος ἤθελε δεόντως προσέλθει· ὥστε μέ τὴν δοκιμὴν αὐτὴν νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν ἰδίων δαιμόνων προερχομἐνη σκληρότης καί θανάσιμος αὐτῶν ἀπόγνωσις. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη αὔριον ὁ πειρἀζων πρός σέ, μὴν τὸν ἀποπάρῃς ἐξ ἀρχῆς, ἀλλ’ εἶπέ του τὰ ἑξῆς·

-Διὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός καὶ δὲν ἀποστρέφεται κανένα ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν εἰς Αὐτὸν ἐν μετανοίᾳ, καθ’ οἰονδἡποτε τρόπον καὶ ἄν εἶχαν προηγουμένως ἁμαρτἡσει, μοῦ ὑπεσχέθῃ ὅτι καὶ ἐσένα θὰ δεχθῇ· ἀλλὰ ἐὰν τηρήσης ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δι’ ἐμοῦ σὲ προστἀζει.

Ὅταν ἐδῶ φθάσουν τὰ πράγματα, καὶ σὲ ἐρωτήσει·

-Καὶ ποῖα ἄραγε εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ δίνεις ἐντολὴν νὰ τηρἡσω;

Τότε νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς:

-Τάδε λἑγει Κὐριος·

Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔχεις ἔλθει πειράζων. Σὺ εἶσαι ἀρχαῖον κακόν. Καὶ συνήθισες νὰ πορεύεσαι κατὰ τὴν βέβηλόν σουὑπερηφἀνειαν. Καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀφιερώσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἀληθινὴν μετάνοιαν; Ὅμως, διὰ νὰ μὴν ἔχῃς πρόφασιν ἀπολογίας τὶς δικαιολογίες αὐτές κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ὅτι δῆθεν ἡθέλησα νὰ μετανοήσω καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐδέχθη, πρόσεχε εἰς αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω, πῶς ὁφείλεις νὰ ἐνεργήσῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας σου.

Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων·

-Θἀ μείνης ἐπὶ τρία ἔτη εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος. Στραμμἐνος κατὰ ἀνατολἀς. Νύκτα καὶ ἡμέρα θἀ ἱκετεύῃς: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ ἀρχαῖον κακόν». Σὺ θὰ τὸλέγῃς αὐτὸ ἑκατὸ φορές. Μὲ φωνή δυνατή.

Καὶ πάλιν ἐκατὁ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».

Καὶ πάλιν ἄλλες ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην»!

Αὐτἀ νὰ κρἀζῃς πρός ...

Ο Γέροντας Πορφύριος στο κρατητήριο!


Ὅταν ἔβλεπα καλόγερο στὸν δρόμο, τὸν ἀκολουθοῦσα ἀπὸ πίσω. Κάτι μὲ τραβοῦσε.
Ἔτσι κι ἕνα βράδυ πῆρα ἀπὸ πίσω ἕνα καλόγερο καὶ βράδιασε.
Σκοτείνιασε καὶ μαζεύτηκα σ’ ἕνα παγκάκι. Ἐκεῖ μὲ βρῆκε ἕνας χωροφύλακας, μὲ πῆρε γι’ ἀλητάκο καὶ μοῦ εἶπε νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὴν Ἀστυνομία. Πέρασα τὴν νύχτα στὸ κρατητήριο.

Εἶχα πάντα μιὰ φυλλάδα μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου. Στὸ κρατητήριο ἦταν κάτι μεθυσμένοι καὶ μιὰ γυναίκα. Ἀνέβηκα κάπου κι ἔφτασα ἕνα παραθυράκι. Ἐκεῖ ἄνοιξα τὴν φυλλάδα κι...

Τελικά ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα!


Ο ταπεινός έχει συνείδηση της εσωτερικής του καταστάσεως και, όσο κι αν είναι άσχημη, δεν χάνει την προσωπικότητά του. Δεν χάνει την ισορροπία του. 
Το αντίθετο συμβαίνει με τον εγωιστή, τον έχοντα αισθήματα κατωτερότητος. Στην αρχή μοιάζει με τον ταπεινό. Λίγο, όμως, αν τον πειράξει κανείς, αμέσως χάνει την ειρήνη του, εκνευρίζεται, ταράζεται.

Ο κενόδοξος την ψυχή του την αποξενώνει απ' την αιώνια ζωή. Τελικά ο εγωισμός είναι σκέτη κουταμάρα! Η κενοδοξία μας κάνει κούφιους. Όταν κάνομε κάτι για να...

Ανατροπή: Θα εορτάζεται στην Κύπρο το δημοψήφισμα του 1950 για την ένωση με την Ελλάδα! - Μεγάλη ευκαιρία για τον Ελληνισμό (upd)



Με 19 ψήφους υπέρ, πέρασε η τροπολογία του ΕΛΑΜ, σήμερα στη Βουλή, με σκοπό τον εορτασμό του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950 στις σχολικές μονάδες της Κύπρου και δεδομένου ότι το κυβερνών κόμμα του Ν.Αναστασιάδη επέλεξε την αποχή από την ψηφοφορία επιτρέποντας έτσι στην τροπολογία να γίνει νόμος του κράτους υπάρχει διάχυτη απορία εάν στην Κύπρο σκέφτονται έστω και αχνά την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα

Υπέρ της τροπολογίας ψήφισαν το ΕΛΑΜ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Συμμαχία Πολιτών, Κίνημα Αλληλεγγύη και το Κίνημα Οικολόγων.

Αποχή τήρησε το ΔΗΣΥ, ενώ εναντίον ψήφισε το ΑΚΕΛ.
Προκαλεί δε μεγάλη εντύπωση το γιατί...

H συγκλονιστική ιστορία ενός πρώην ομοφυλόφιλου, δείτε το συγκλονιστικό βίντεο!



Ο Έινταμ Χούντ αφηγείται το πως κατάφερε με την δύναμη του Θεού, να απαλλαγεί από το πάθος της ομοφυλοφιλίας. Τα ΜΜΕ και η παγκόσμια τάξη έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου στον λαό ότι ομοφυλόφιλος γεννιέσαι κι...

Καλημέρα Χριστέ μου... Ο ευλογημένος Συμεών






Τὸ 1922 ἦρθε ἀπὸ τὴν Μικρασία μὲ τοὺς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανὸ Ἑλληνόπουλο, ὀνόματι Συμεών. Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ σὲ μιὰ παραγκούλα καὶ ἐκεῖ μεγάλωσε μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καὶ ἔκανε τὸν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Γράμματα δὲν ἤξερε οὔτε πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πίστη μας. Εἶχε τὴν μακαρία ἁπλότητα καὶ πίστη ἁπλὴ καὶ ἀπερίεργη.

Ὅταν ἦρθε σὲ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἔκανε δυὸ παιδιὰ καὶ μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Νίκαια. Κάθε πρωὶ πήγαινε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμάκι του. Περνοῦσε ὅμως κάθε μέρα τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστὰ στὸ τέμπλο, ἔβγαζε τὸ καπελάκι του καὶ ἔλεγε:

«Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Βοήθησέ με νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι μου».

Τὸ βράδυ ποὺ τελείωνε τὴ δουλειά του ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πήγαινε...

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Μεταγλωττισμένο)